- προσαγορεῦσαι
- προσαγορεύωaddressaor inf actπροσαγορεύωaddressaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαγορεύσαι — προσαγορεύσαῑ , προσαγορεύω address aor opt act 3rd sg προσαγορεύσαῑ , προσαγορεύω address aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фригийский язык — Страны: Фригия, древнее государство в Малой Азии Вымер … Википедия
προσαγορεύω — ΝΜΑ [ἀγορεύω] 1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση 2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμω αρχ. 1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι»,… … Dictionary of Greek